Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

Από τον Βορρά στον Νότο: οι συντεταγμένες ενός οιωνού

Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη

 

Τι είναι αυτό που αγγίζουμε όταν μιλάμε για ταινία; Είναι η ίδια η ταινία; Η ανάμνησή της ή η αποκρυστάλλωση της ίδιας της μνήμης μέσα μας; Οι εμπειρίες μας παγώνουν σε κρυστάλλους και οι κρύσταλλοι παγώνουν σαν εμπειρία, φτιάχνοντας το σκελετό μας, το πεπρωμένο μας. Μιλώντας για μια ταινία που είδα στο παρελθόν, δεν μπορώ να μιλήσω παρά για το ίδιο το παρελθόν. Για την τρύπα εκείνη που άνοιξε τότε και μπήκαν μέσα μου άλλες δυνάμεις και έκαναν τη δική τους εργασία ερήμην μου. Μια μεταφυσική συνθήκη που έχει να κάνει με το σινεμά, την τέχνη, το μάγεμα, την έκσταση, την ενηλικίωση.

Οικειοποιούμαστε το παρελθόν πολύ εύκολα. Στις αναμνήσεις μας συμπεριφερόμαστε καλύτερα, παίρνουμε πιο γρήγορες αποφάσεις, κρύβουμε περισσότερη αγάπη από αυτήν που δείξαμε, ρουφάμε αυτό που μας ανοίχτηκε. Και αυτό γιατί καθώς μεγαλώνουμε μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε πια τους κρυστάλλους και να δώσουμε νόημα στην εμπειρία που ζήσαμε. Ίσως αν προσπαθούσαμε να ανακαλέσουμε λεπτό προς λεπτό το παρελθόν να απογοητευόμασταν οικτρά. Τον χαμένο χρόνο και το κενό νοήματος που αισθανόμασταν τότε.

Για αυτόν τον λόγο, δεν θέλω να ξαναδώ τον «Νότο» του Victor Erice. Γιατί προτιμώ να θυμάμαι την ταινία με το δικό μου τρόπο, όπως την είδα τότε, όταν ήμουν 18 χρονών. Οι σκόρπιες εικόνες που ακόμη ανακαλώ από την ταινία είναι ένα έφηβο κορίτσι, η Estrella, και ένα μεγάλο σπίτι στο Βορρά της Ισπανίας, δυο θείες, μια θεία κοινωνία και ένας πατέρας μικρόσωμος σαν νάνος και μεγάλος σαν γίγαντας. Στη μέση ενός χωραφιού, αυτή στέκεται από πίσω του, και αυτός κρατάει ένα κρυστάλλινο εκκρεμές. Ψάχνουν το νερό κάτω από το χώμα και τη μαγεία της ζωής. Και μετά μια τεράστια απουσία του πατέρα και το εκκρεμές στα χέρια της, το μόνο που της έχει απομείνει από αυτόν. Το εκκρεμές είναι από τον Νότο, από εκεί που είναι και αυτός. Εκεί όπου κρύβεται η μυστική ζωή του, οι αγάπες του που ποτέ δεν μοιράστηκε μαζί της. Ο μόνος τρόπος για να έρθει σε επαφή μαζί του είναι να ταξιδέψει στον ισπανικό Νότο, κομμάτι της ταινίας που τελικά δεν γυρίστηκε ποτέ. Η παραγωγή δεν το επέτρεψε και η ταινία έμεινε ατελείωτη. Κι όμως, η απουσία του ήταν το μυστήριο και η ουσία της ταινίας. Ο πατέρας που ποτέ δεν χαϊδέψαμε.

Είδα την ταινία μόλις μπήκα φοιτήτρια στη Φαρμακευτική Σχολή. Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποια ήταν αυτή η δύναμη που με έκανε να αλλάξω και να στραφώ στο σινεμά, και κάθε φορά δίνω μέσα μου μια διαφορετική απάντηση. Ωστόσο πάντα ασυνείδητα μου έρχεται μια εικόνα ενός εκκρεμούς να κυκλώνει νωχελικά τα μάτια μου. Ήταν το εκκρεμές του Εrice ή ήταν το εκκρεμές που κρατούσε ο δικός μου πατέρας ψάχνοντας για νερό στο χωράφι στον ελληνικό Βορρά; Τον ακολουθούσα συχνά στον κήπο του, σε αυτόν τον κήπο που κλεινόταν με τις ώρες χωρίς να μιλάει σε κανέναν, φύτευε και γιάτρευε δέντρα, βάζοντας χανσαπλάστ και ράμματα στα μπόλια που είχε ανοίξει. Όσο και αν εκλιπαρούσα να πάω κοντά για να δω, με έδιωχνε, λες και θα χαλούσα τη μυστική συμφωνία των δέντρων. Και υπάρχουν τόσα μυστικά και μυστήρια όταν είσαι παιδί. Τα δέντρα δεν είναι μόνο δέντρα και ο πατέρας είναι γίγαντας και νάνος μαζί.

Όταν βρέθηκα στο τελευταίο έτος της Φαρμακευτικής, ήμουν πια 22 χρονών. Ακόμη τότε ζοριζόμουν, πάλευα μέσα μου αν έπρεπε να αλλάξω καριέρα. Η αγάπη για το σινεμά ήταν σαν ένας υποδόριος κνησμός, σαν κύματα μιας ακατάσχετης φαγούρας που δεν καταλαβαίνεις σε ποιο σημείο του σώματος να ξύσεις. Ένα άγουρο σύμπτωμα δηλαδή. Αποφάσισα να φύγω από την Ελλάδα και να πάω στην Ισπανία για κάποιο διάστημα. Έζησα σχεδόν μισό χρόνο στη Βαρκελώνη. Γράφτηκα σε μια σχολή ακροβατικού τσίρκου, γνώρισα κόσμο, παρακολούθησα στα κλεφτά μαθήματα σινεμά. Λίγο πριν επιστρέψω Ελλάδα για να πάρω το πτυχίο της Φαρμακευτικής, αποφάσισα πως δεν μπορούσα να φύγω χωρίς να κάνω το ταξίδι στο Νότο. Να συναντήσω το κομμάτι που έλειπε στην ταινία, να απαντήσω στο δικό μου μυστήριο. Πήρα το τρένο που συνέδεε τη Βαρκελώνη με το πιο νότιο σημείο της Ανδαλουσίας. Ένα ταξίδι που διήρκεσε σχεδόν μία ολόκληρη μέρα. 

Όσο το τρένο κατευθυνόταν προς τον Νότο, ο ήλιος έδυε και το τοπίο καψαλιζόταν. Χωράφια που η στάχτη φύτρωνε σαν το σιτάρι. Σταχτόγκριζα σπίτια σε λόφους παίρναν τη μορφή σκόνης κάτω από ένα ανεξιχνίαστο σύννεφο νύχτας. Η ζέστη ήταν αφόρητη και φτάσαμε λίγο πριν ξημερώσει. Κατέβηκα σε ένα χωριό-φάντασμα. Ίσως ήμουν η μοναδική επιβάτης που έφτασε εκείνο το χάραμα στη νότια άκρη της χώρας. Τα παντζούρια ήταν κλειστά, κανείς δεν είχε ξυπνήσει. Περιπλανήθηκα σε άδειους δρόμους μέχρι που βρέθηκα σε μια πλατεία-ξέφωτο. Έκατσα στα καλυμμένα τραπέζια μιας καφετερίας που ακόμη δεν είχε ανοίξει. Περίμενα να ξημερώσει. Καθώς ο ήλιος ξάνοιγε την ατμόσφαιρα, κατάλαβα μια περίεργη παρουσία. Κάποιος καθόταν λίγο πιο πέρα, δυο τρία τραπέζια μακριά. Γύρισα το κεφάλι να δω. Ήταν ο Victor Erice. Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα στο άδειο χωριό του Νότου. Το σακάκι του άναβε και έσβηνε και δεν έφταιγαν τα φώτα. Άλλοτε μπλε, άλλοτε γκρίζο, ήταν το ίδιο σακάκι με τη φωτογραφία στο εξώφυλλο του βιβλίο του. Το κρατούσα στα χέρια μου, εκεί, εκείνη τη στιγμή. Αυτός σημείωνε κάτι σε μια χαρτοπετσέτα. Δεν του μίλησα, σε τέτοιες περιπτώσεις αδυνατώ να αρθρώσω λέξη. Έβαλε τη χαρτοπετσέτα στην τσέπη και έφυγε. Μόλις είχε ξημερώσει. 

Το μυστήριο του Νότου άνοιξε και ξεδίπλωσε τα φύλλα του μπροστά μου σαν ιαπωνικό λουλούδι. Και εγώ ήμουν εκεί να το κοιτάξω. Την ίδια μέρα πήρα το τρένο της επιστροφής. Στο τρένο τη νύχτα εκείνη είδα ένα πολύ έντονο και παράδοξο όνειρο. Ήμουν στα χωράφια του Νότου και κρατούσα μια κάμερα στα χέρια. Υπήρχαν άνθρωποι γύρω μου και με κοιτούσαν σιωπηλά καθώς τους φίλμαρα. Φορούσαν μεγάλα ψάθινα καπέλα, ο ήλιος είχε κατέβει επικίνδυνα χαμηλά. Είχα συναντήσει αυτούς τους κάμπους στο ταξίδι μου και στο όνειρο έμοιαζαν εξίσου αληθινοί. Ωστόσο, υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα. Σαν ο αέρας να είχει παγώσει μέσα σε ένα ψεύτικο πλατό. Όλα άρχισαν να μαραίνονται σε στάχτη χωρίς να υπάρχει φωτιά. Κατάλαβα ότι η μηχανή που κρατούσα στα χέρια μου έριχνε ραδιενέργεια πάνω τους. Η ακτινοβολία της κάμερας έπεφτε στους ανθρώπους, πάνω στα στάχυα, πάνω στον ήλιο και τα μόλυνε. Δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής. Ό,τι αποτυπωνόταν στο φιλμ πέθαινε. Εγώ όμως συνέχισα να κρατάω την κάμερα πάνω τους, συνέχισα να τραβάω μέχρι να εξαϋλωθούν όλα. Δεν ένιωσα λύπη, ούτε τύψεις. Αυτό που συνέβαινε ήταν μέρος μια τελολογικής πράξης της δικιάς μου ζωής.

Όταν επέστρεψα Ελλάδα, κάτι μέσα μου είχε αλλάξει, αλλά δεν ήξερα τι. Αποφάσισα να δώσω εξετάσεις για να μπω στη σχολή κινηματογράφου, κρατώντας ακόμη αμφιβολίες για το αν μπορώ να με φανταστώ στο σινεμά. Δεν είχα μάθει ακόμη να ονειρεύομαι για τον εαυτό μου. Οι αποφάσεις έμοιαζαν με αποπροσανατολισμένα κόκαλα μιας εξαρθρωμένης κνήμης που προσπαθεί να αποφύγει το γλίστρημα στις λάσπες. Πολλά χρόνια μετά κατάφερα να ενώσω μέσα μου αυτά τα κομμάτια και να τους δώσω νόημα. Σήμερα, όταν νιώθω μπερδεμένη ή απογοητευμένη, επιστρέφω σε αυτό το όνειρο. Μερικές αναμνήσεις λειτουργούν σαν οιωνοί, που μας θυμίζουν ποιοι θέλουμε να είμαστε. Από τότε επιστρέφω στο εκκρεμές, επιστρέφω στον Νότο. Για αυτό δεν έχω ξαναδεί, ούτε θέλω να ξαναδώ την ταινία. Καλύτερα να αφήσεις την κοιμωμένη να ονειρεύεται την τρέλα και την ομορφιά. Ποιος θέλει να λυθούν τα μάγια; 

 

Cinematek T. 10

Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη
Η Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη γεννημένη στην Κομοτηνή, σπούδασε Φαρμακευτική και μετά Κινηματογράφο στο τμήμα της Σχολής Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη. Οι ταινίες της έχουν κάνει πρεμιέρα στα μεγαλύτερα διεθνή Φεστιβάλ, ενώ η τελευταία της ταινία Electric Swan γυρίστηκε στην πόλη του Μπουένος Άιρες της Αργεντινής.

Ο ονειρικός της κόσμος ξυπνάει σε μια αλλόκοτη πραγματικότητα όπου το μαγικό και το μυστήριο ανοίγουν τρύπες στο καθημερινό.