Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

Άκης Καπράνος

Άκης Καπράνος

Συνέντευξη
Ασπασία Λυκουργιώτη

Κριτικός κινηματογράφου από το 1993 (έχει περάσει από τα «Νέα», την «Καθημερινή» και τα περιοδικά «ΜΕΤΡΟ», «Exodos», «Diva» και «01», μεταξύ πολλών άλλων), διατηρεί τη μακροβιότερη εκπομπή του ελληνικού ραδιοφώνου για το σινεμά («Ραδιοφωνική Οθόνη» στο Κανάλι 1, το Δημοτικό Ραδιόφωνο του Πειραιά - 27 χρόνια τώρα), είναι καθηγητής κινηματογράφου στο New York College (και παλαιότερα στη Σχολή Σταυράκου), διετέλεσε μέλος κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είναι επίσης μουσικός με μεγάλη δισκογραφία (drummer, μεταξύ άλλων, και των Ελλήνων metallers Septic Flesh, με τους οποίους ηχογράφησε δύο άλμπουμ και περιόδευσε στην Ευρώπη), ενώ συνθέτει μουσική και για το σινεμά για ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους (ανάμεσά τους «Η ψυχή στο στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη, το «Forget me not» του Γιάννη Φάγκρα και το «Ξένες σε ξένη χώρα» του Δημήτρη Παναγιωτάτου). Αυτήν την περίοδο αρθρογραφεί στη «Lifo», ενώ είναι ο άνθρωπος πίσω από το Midnight Express, την κινηματογραφική λέσχη που «καταλαμβάνει» την «Ααβόρα» κάθε μεσάνυχτα Σαββάτου. Ενδιαμέσως, όποτε προλαβαίνει δηλαδή, παίζει μουσική στο «Barrett» (Ψυρρή) και στο «Va.Βen.e» (Εξάρχεια). Γενικά, δεν κοιμάται.

Η Cinematek ξεκινά μια σειρά συζητήσεων με κριτικούς κινηματογράφου για το θέμα της κριτικής και τον τρόπο που αρθρώνεται στο κινηματογραφικό τοπίο του 21ου αιώνα.
 

 

C: Από πότε ασχολείστε με την κινηματογραφική κριτική; Έχει αλλάξει η κινηματογραφική δημιουργία και παραγωγή από τότε που ξεκινήσατε μέχρι σήμερα; Τι αλλαγές βλέπετε να έχουν επέλθει και ποιοι πιστεύετε ότι είναι οι κύριοι παράγοντες που έχουν επηρεάσει το κινηματογραφικό τοπίο;

Άκης Καπράνος: Από που να αρχίσει κανείς; Οι ταινίες πλέον δεν γυρίζονται σε φιλμ, αλλά ψηφιακά, οι κόπιες δεν κοστίζουν πια ένα μάτσο χιλιάρικα και αυτό έχει αυξήσει στο έπακρο τις δυνατότητες εκμετάλλευσης μιας ταινίας. Τα δε γραφεία διανομής τα τελευταία χρόνια ολοένα και αυξάνονται. Από την άλλη, όμως, η αμερικανική αγορά έχει κατακλύσει τα πάντα και πλέον ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τα genre films (ταινίες τρόμου, μιούζικαλ, γουέστερν, περιπέτειες), εκτός κι αν μιμηθεί την αμερικανική γραφή (όπως κάνουν οι Ισπανοί με τα θρίλερ). Εδώ κοτζάμ Σκορσέζε αναγκάστηκε να πάει στο Netflix για να κάνει την ταινία του όπως αυτός ήθελε, τι άλλο να προσθέσουμε εμείς; Απλώς περιμένουμε πού και πού κάποιος να κάνει τη διαφορά, που και πάλι, όταν αυτό συμβαίνει, η ταινία μένει εκτός ελληνικών αιθουσών (το «Uncut Gems» των αδελφών Σάφντι - αδιανόητο που κανείς δεν προσπάθησε να φέρει αυτό το φιλμ, την ίδια ώρα που προβάλλεται τόσο κούφιο υλικό, αμερικανικής και ευρωπαϊκής προελεύσεως).

C: Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η σχέση της κινηματογραφικής κριτικής με την κινηματογραφική δημιουργία; Πιστεύετε ότι η κριτική λειτουργεί διαδραστικά σε σχέση με τη δημιουργία; Σήμερα οι κριτικοί επηρεάζουν τους δημιουργούς;

ΑΚ: Προσωπικά, όταν κάποιος με ρωτάει «ποια ταινία να δω;», του λέω να δει αυτή που θέλει. Και αν, λέμε τώρα, αν ήταν στο χέρι μου, οι κριτικές θα δημοσιεύονταν Δευτέρα και όχι Πέμπτη. Την Πέμπτη ο εκάστοτε θεατής θα επέλεγε την ταινία που θα ήθελε ο ίδιος να δει, βασισμένος στο ένστικτο ή στα γούστα του. Και τη Δεύτερα θα διάβαζε τι είδε κάποιος άλλος σε αυτό, για να καταλάβει αν το βλέμμα του συναντά το βλέμμα του κριτικού, να γίνει ένα κάποιο αλισβερίσι, να ξεκαθαρίσει κάτι μέσα του - ή να απορρίψει τον κριτικό τελείως, μέχρι να βρει κάποιον που να του ταιριάζει. Αν μας ενδιαφέρει να «εκπαιδεύσουμε» με κάποιον τρόπο τον θεατή, αυτή θα ήταν μια ιδανική συνθήκη. Επίσης, μονάχα τότε θα μπορούσε να ανοίξει ένας δίαυλος επικοινωνίας με τους δημιουργούς. Δεν πιστεύω σε καμία περίπτωση πως η δουλειά μας είναι να λέμε στον κόσμο τι να δει και τι όχι. Αυτό είναι το παιχνίδι των διαφημιστών, όχι το δικό μας.

C: Μιας και είστε και εσείς δημιουργός, ως μουσικός που έχει γράψει κινηματογραφική μουσική, θέλετε να μου πείτε δυο λόγια για αυτή σας την εμπειρία και για τον τρόπο που προσεγγίζετε την κινηματογραφική δημιουργία ως αντίστροφη πράξη από αυτήν της κριτικής - αν το βιώσατε ποτέ έτσι;

ΑΚ: Η κριτική δεν είναι αντίστροφη πράξη. Σας παραπέμπω στο δοκίμιο του Όσκαρ Ουάιλντ «Ο κριτικός ως δημιουργός» - προσωπικό μου ευαγγέλιο και πραγματικός τυφλοσούρτης για το πώς θα έπρεπε να γίνεται αυτή η δουλειά. Υπάρχουν κριτικές του Βασίλη Ραφαηλίδη που είναι καλύτερες από τις ταινίες στις οποίες αναφέρεται! Πέραν τούτου, νομίζω πως κανένας δημιουργός δεν μπορεί να απολαύσει το δημιούργημά του με τα μάτια του αποδέκτη. Κάποτε, κάποιος σκηνοθέτης είχε πει οργισμένος στον Βρετανό κριτικό Μαρκ Κέρμοουντ (που τον είχε καταθάψει), «Μου πήρε δυο χρόνια να γυρίσω αυτήν την ταινία», κι εκείνος του απάντησε, «Ναι, αλλά στο τέλος εγώ έκατσα και την είδα». Είχε απόλυτο δίκιο.

C: Υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο κινηματογραφικό είδος ή κάποιος αγαπημένος σκηνοθέτης που, ακόμα και «παράλογα», αγαπάτε πολύ;

ΑΚ: Αγαπώ το Φανταστικό σινεμά. Μέσω του Φανταστικού προέκυψα σινεφίλ ο ίδιος και, ως εκ τούτου, το αγαπώ λίγο παραπάνω. Η πρώτη ταινία τρόμου που είδα ήταν ο «Αόρατος Άνθρωπος» του Τζέιμς Γουέιλ. Μια Παρασκευή, νομίζω, στην «Κινηματογραφική Λέσχη» του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου στην ΕΡΤ. Πολύ μικρός. Περίπου έξι ετών. Θυμάμαι, επίσης, ότι την είδα μισή. Δεν αναφέρομαι, όμως, στη διάρκεια - αναφέρομαι στο κάδρο. Έτσι όπως είχα στριμωχτεί πίσω από μια πόρτα, έβλεπα μόνο το μισό και ξεμυτούσα όσο χρειαζόταν για να μπορέσω να παρακολουθώ ένα μέρος από τα τεκταινόμενα. Φυσικά, όποτε εμφανιζόταν κάποιο χοροπηδηχτό αδειανό πουκάμισο, κρυβόμουν αμέσως πίσω απ’ την πόρτα και περίμενα να κοπάσει ο θόρυβος - πού και πού τολμούσα να κοιτάξω κατάματα την τηλεόραση, αλλά αυτό δεν κρατούσε περισσότερο από κλάσματα του δευτερολέπτου. Νομίζω πως η προβολή αυτή όρισε, κατά κάποιον τρόπο, τη ζωή μου. Το γιατί θα μου το εξηγούσε σε μια του δήλωση ένας υπέροχος Ιταλός σχιζοφρενής: «Δεν υπάρχει πιο ανακουφιστικό συναίσθημα από αυτό του τρόμου στο σινεμά. Η καλύτερή μου ευχή είναι να το αισθανθείτε χίλιες φορές!». Δεν είναι δικό μου αυτό, το έλεγε ο Λούτσιο Φούλτσι και είχε απόλυτο δίκιο: υπάρχει μια σιωπηλή συμφωνία ανάμεσα στον θεατή και τον σκηνοθέτη κάθε «ταγμένης» ταινίας. Και όταν λέω «ταγμένη», εννοώ αυτήν που υπηρετεί με καθαρότητα ένα συγκεκριμένο φιλμικό είδος. Ο θεατής των ταινιών τρόμου ή, αν προτιμάτε, του Φανταστικού, αποτελεί και μια ξεχωριστή κατηγορία, για πολλούς λόγους. Ο βασικότερος: είναι πρόθυμος να αγνοήσει κάθε défaut τους, αρκεί αυτές να τον τρομάξουν. Εκεί που το σνομπ κοινό των Φεστιβάλ, ας πούμε, αναζητά το μοναδικό ελάττωμα μιας ταινίας για να μπορέσει να την κράξει, οι φίλοι του Φανταστικού αναζητούν το μοναδικό της προτέρημα για να την αποθεώσουν. Γι’ αυτό πάνε τόσο καλά οι μεταμεσονύχτιες προβολές που διοργανώνω στην «Ααβόρα» κάθε Σάββατο. Γιατί το κοινό μπορεί ελεύθερα να εκδηλωθεί.

C: Έχετε νιώσει κάποια εποχή η δουλειά σας να είναι κομμάτι ενός ευρύτερου αισθητικού ή πολιτικού ακόμα κινήματος;

ΑΚ: Ελπίζω πραγματικά να μη συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο. Κι αν συνέβη, να ήταν συμπτωματικό ή κατά λάθος. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ακριβώς το αντίθετο αυτού που αποκαλούμε «κριτική σκέψη». Ο κριτικός οφείλει να είναι απέναντι από οποιοδήποτε αισθητικό ή πολιτικό κίνημα, να είναι πάντα έξω απ’ αυτό, ούτως ώστε να μπορεί να το παρακολουθεί από απόσταση και να το κρίνει με την ίδια αυστηρότητα που κρίνει μια κακή -ή μια ανέντιμη- ταινία.

C: Ακολουθείτε κάποια μέθοδο κατά την κριτική μιας ταινίας; Ποια είναι τα κριτήρια; Υπάρχει κάποιο που υπερισχύει έναντι των άλλων;

ΑΚ: Με ενδιαφέρει πάνω απ’όλα η ειλικρίνεια. Κάθε ταινία έχει τη γραφή του σκηνοθέτη της, έχει την προσωπικότητά της, δηλαδή, αλλά η κινηματογραφική γλώσσα αποτελείται από συγκεκριμένα συστατικά. Να το πω απλά, από το πού τοποθετεί την κάμερα κάποιος σε σχέση με το αντικείμενό του αναγνωρίζεις (αν γνωρίζεις την κινηματογραφική γλώσσα, πάντα) την ειλικρίνειά του. Αν το εννοεί, δηλαδή, ή αν απλώς θέλει να προκαλέσει μια αντίδραση. Δεν πιστεύω, όμως, πως υπάρχει κάποιο θέμα που το σινεμά δεν μπορεί να αγγίξει. Τα πάντα μπορεί να αγγίξει, τα πάντα μπορεί να ξεφτιλίσει, τους πάντες μπορεί να προσβάλλει. Και πρέπει να διαφυλάξουμε και με την τελευταία μας ανάσα ακόμα αυτό το δικαίωμα, αλλιώς είμαστε για πέταμα ως κοινωνία. Από την άλλη, όταν υποφέρω βαθιά βλέποντας μια ταινία, ο σκηνοθέτης της οφείλει να με αποζημιώσει με το περιεχόμενο της. Όσο μεγαλύτερη η οδύνη μου, τόσο πιο βαθύ πρέπει να είναι και το σημειολογικό της περιεχόμενο. Αν κάποιος γυρίζει μια ταινία με μοναδικό σκοπό να «σοκάρει τους καημένους τους αστούς», τότε θα πρέπει κάποιος να τον υποχρεώσει να δει ολόκληρη τη φιλμογραφία του Μπουνιουέλ και του Παζολίνι χωρίς διακοπές και μετά να του επιτραπεί να ξανακάνει σινεμά. Sorry, έτσι έχουν τα πράγματα.

C: Πόσο χρηστική ή πόσο περιοριστική είναι η βαθμολόγηση μιας ταινίας (αστεράκια);

ΑΚ: Είναι απαίσια τα αστεράκια και απαίσια είναι και η χρησιμότητά τους. Δεν είναι σινεφίλ αυτός που βλέπει μόνο καλές ταινίες. Κάτι άλλο είναι, σινεφίλ όχι. Η ιστορία του σινεμά είναι γεμάτη συνταρακτικές αποτυχίες που αξίζουν να ανακαλυφθούν από το κοινό. Τα αστεράκια βολεύουν μέσα στη γενικότερη σπίντα της εποχής. «Δεν προλαβαίνω, μωρέ, να διαβάσω κείμενο, πόσα έβαλε ο τάδε πες μου κι έφυγα». Είναι πολύ απογοητευτικό αυτό.

C: Δεδομένου ότι η κριτική σήμερα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την κινηματογραφική αγορά των ανεξάρτητων ταινιών και πώς αυτές θα κινηθούν στο κοινό, ποια νομίζετε πως πρέπει να είναι η στάση της;

ΑΚ: Όταν η κριτική αναλώνεται σε βαθυστόχαστες πολιτικές αναλύσεις των Avengers και, την ίδια στιγμή, αγνοεί το σινεμά του Μιγκέλ Γκομέζ, γελάνε και τα πεζοδρόμια. Ο κριτικός οφείλει να είναι ένα βήμα μπροστά, αν όχι από τα Φεστιβάλ, τουλάχιστον από το ελληνικό κύκλωμα διανομής. Αυτήν τη δουλειά αποφασίσαμε να κάνουμε, αυτήν την τέχνη αποφασίσαμε να παρακολουθήσουμε και αυτό κάτι πρέπει να δηλώνει και για εμάς. Πάντως, OK, πρέπει να δίνουμε πρωτίστως το βήμα στο ανεξάρτητο σινεμά, αλλά και το ανεξάρτητο σινεμά το ίδιο, πρώτα απ’ όλα, πρέπει να αποφασίσει αν θέλει στ’ αλήθεια να είναι ανεξάρτητο. Ό,τι και να πούμε οι κριτικοί, το πραγματικό ζήτημα είναι αυτό.

C: Σίγουρα βλέπετε πολλές ταινίες μέσα στον χρόνο. Πόσο επηρεάζουν οι ταινίες τη ζωή σας;

ΑΚ: Οι ταινίες μεγεθύνουν τη ζωή μου, κάνουν τις στιγμές της πιο σημαίνουσες, αλλά δεν προβάλλω τον εαυτό μου πάνω τους πια. Αυτό έληξε με την ενηλικίωσή μου - και δεν εννοώ την ενηλικίωσή μου στα «χαρτιά», αλλά αυτή που εγγράφεται μέσα σου.

C: Θεωρείτε ότι οι ταινίες μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο; Πού πάει το σινεμά όταν τελειώνει;

ΑΚ: Όχι, δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Σίγουρα όχι επί τούτου. Περισσότερα έκανε ο «Μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς» για την καταπολέμηση του ρατσισμού στην κοινωνία παρά το «12 χρόνια σκλάβος». Προσέξτε, δεν εννοώ πως η μία ήταν καλύτερη ή χειρότερη ταινία από την άλλη. Εννοώ πως, πολύ συχνά, για να εξαλείψεις το ζήτημα που σε ενοχλεί, πρέπει να πας ένα βήμα πέρα απ’ αυτό, να το έχεις λύσει πριν γυρίσεις το πρώτο καρέ. Οι ταινίες που κάνουν κήρυγμα έχουν την ίδια βαρύτητα με ένα public service announcement των τριάντα δευτερολέπτων. Οι μεγάλοι σκηνοθέτες μπορούν, βέβαια, και να καταπιαστούν με πολιτικά ζητήματα, και να μιλήσουν για φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, και να κάνουν αναδρομές στη νεότερη ιστορία: «Ο Μισισιπής καίγεται» του Άλαν Πάρκερ είναι ένα συγκλονιστικό αριστούργημα.

Όσο για το πού πάει... Πριν κάποια χρόνια ήμουν στις Κάννες, χτυπάει το κινητό, στο τηλέφωνο είναι η εξάχρονη, τότε, κόρη μου. Την ακούω να κλαίει και τη ρωτάω «Τι έγινε;». Μου λέει «Πήγαμε σινεμά με τη μαμά και είδαμε τον “Βασιλιά των λιονταριών”». «Α», της λέω, «στεναχωρήθηκες που πέθανε ο Μουφάσα, ε;». «Όχι, στεναχωρήθηκα που τελείωσε η ταινία», μου αποκρίνεται. «Αγάπη μου», απαντώ εγώ, «οι μεγάλες ταινίες δεν τελειώνουν, αλλά τις κουβαλάμε μέσα μας». «Καλά, καλά, που είσαι εσύ;», μου κάνει. «Στις Κάννες», της λέω, «ένα μέρος με όλες τις ταινίες του κόσμου». «Όλες;», μου κάνει. «Όλες», της λέω. «Ωραία, φέρε μου τότε, όταν γυρίσεις, μία που να μην τελειώνει ποτέ». Ακόμη δεν έχω βρει τι απαντάς σε αυτό.

 

Cinematek T.11