Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

            Περιοδικό κινηματογράφου

Σινεμά, κριτική & προβολές στην πόλη

νικος λαμπο η δουλεια της

Νίκος Λαμπό

Συνέντευξη
Ελίνα Ψύκου


Η Ελίνα Ψύκου συζητά με τον Νίκο Λαμπό (Labôt) για το «Η Δουλειά της» 

 

Ελίνα Ψύκου: Μίλησέ μας λίγο εισαγωγικά για την ταινία: Πότε ξεκίνησε όλο αυτό; Η ιδέα... Πόσο καιρό πίσω πάμε; 
Νίκος Λαμπό:
Η αρχική ιδέα ήταν το 2012. Έγραφα κάτι άλλο τότε, αλλά μια μέρα μάθαμε για μια ιστορία που συνέβη σε κάποιο μερος της Ελλάδας, για μια γυναίκα που έζησε μια κατάσταση αντίστοιχη με αυτήν της ταινίας. Εκείνη η γυναίκα βρήκε για πρώτη φορά στη ζωή της μια δουλειά ως καθαρίστρια, γιατί ό άντρας της ήταν άνεργος. Μέσα από τη δουλειά άρχισε να κάνει φίλες, έβγαλε τα πρώτα της λεφτά, άρχισε να φτιάχνει τη σχέση με την κόρη της, που ως τότε ήταν κακή... Γενικά βρήκε μια νέα προοπτική στη ζωή της. Αυτό ήταν το έναυσμα για να το βάλουμε στο χαρτί και να γράψουμε το πρώτο draft σεναρίου. Στη συνέχεια, για να κατευθύνω το πράγμα εκεί όπου ήθελα, δηλαδή στο τι ήθελα να πω εγώ σε σχέση με αυτήν τη γυναίκα, σε σχέση με αυτήν την ιστορία, άλλαξα αρκετά πράγματα στους χαρακτήρες και φτιάχτηκε το τελικό σενάριο. 

ΕΨ: Και την έφερες στην Αθήνα την ιστορία. Αυτό είχε να κάνει με εσένα, επειδή η Αθήνα είναι η πόλη σου, που την ξέρεις καλύτερα, ή υπήρχαν και άλλοι λόγοι;
ΝΛ: Η πρώτη σκέψη ήταν να γυριστεί στην ελληνική επαρχία -προφανώς, το οικονομικό δεν βοηθούσε-, αλλά μετά σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα να το γυρίσω σε κάποιο προάστιο της Αθήνας, που θα είναι πιο κοντά στον δικό μου κόσμο. Είχα επαφές με κάποιες καθαρίστριες που ήταν κοντά στην Κούνεβα εκείνη την περίοδο και είχα δώσει ένα πρώτο σενάριο στο σωματείο των καθαριστριών (ΠΕΚΟΠ) για να το εγκρίνουν, να μου πουν τι σκέφτονται, αν αυτά που γράφω είναι ρεαλιστικά.


ΕΨ: Εγώ, πάντως, όταν είδα την ταινία, η σκέψη της Κούνεβα ήταν έντονη μέσα μου -αν και δεν έχει άμεση σχέση η ιστορία της-, επομένως ήθελα να σε ρωτήσω για αυτό: κατά πόσο σε επηρέασε, αν τη γνωρίζεις, αν είχατε κάποια επαφή... 
ΝΛ: Με την Κούνεβα την ίδια όχι, αν και σκεφτόμουν αρκετό καιρό και λόγω της ταινίας να επικοινωνήσω μαζί της. Κατόπιν μπλέχτηκε και η ίδια με την πολιτική, πήρα και εγώ μια απόσταση από την ιστορία, αλλά με τις συναδέλφισσές της είχα επαφή μέχρι και τα γυρίσματα. Όσο μπορούσα, γιατί είναι γυναίκες που φοβούνται να μιλήσουν. Τις είχα καλέσει και στο γύρισμα να έρθουν, και μάλιστα να παίξουν. Όμως φοβούνταν να μιλήσουν, να πουν τα ονόματά τους ή να πουν τις ιστορίες τους όταν έκανα την έρευνα... 


ΕΨ: Αυτός ο φόβος που λες νομίζω πως είναι και το βασικό χαρακτηριστικό της ηρωίδας, της Παναγιώτας, το οποίο είναι και απόλυτα λογικό. Και εγώ έτσι το διάβασα, πως ο φόβος είναι από τα βασικά θέματα που πραγματεύεται η ταινία. 
ΝΛ: Ναι, κυριαρχεί ο φόβος σε αυτές τις γυναίκες. Είναι γυναίκες που γνωρίζουμε. Η μητέρα μου, χωρίς να είναι καθαρίστρια, έχει χαρακτηριστικά της Παναγιώτας. Πήρα πολλά από αυτήν και από άλλες γυναίκες που γνωρίζω από το οικογενειακό μου περιβάλλον ή από καθαρίστριες που γνώρισα. Ναι, ζούμε σε μια πατριαρχική κοινωνία, η γυναίκα δεν έχει το πάνω χέρι, όσο και να λέμε ότι έχει απελευθερωθεί και ότι έχουμε πλέον ίσα δικαιώματα. Εμένα μου περιέγραφαν συνθήκες εργασίας που ντρεπόμουν μόνο που τις άκουγα. 

ΕΨ: Προφανώς, στην ταινία ο φόβος έχει να κάνει και με τη γυναικεία υπόσταση της Παναγιώτας, αλλά νομίζω πως ο φόβος είναι το βασικό χαρακτηριστικό της εποχής μας - και είναι εκεί που ποντάρει όλο το σύστημα, στον φόβο, στον φόβο για το άγνωστο, για τον μετανάστη, στον φόβο για το άλλο φύλο... 
ΝΛ: Για το διαφορετικό. 

ΕΨ: Ναι. Επομένως, νομίζω πως όλο αυτό το σύστημα, το συντηρητικό, το φασιστικό, που μας περιβάλλει ποντάρει στον φόβο, ο οποίος είναι, προφανώς, ένα από τα βασικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Και αυτό είναι και το ωραίο της ταινίας, γιατί η πορεία της Παναγιώτας είναι μια πορεία προς το να νικήσει τον φόβο της. Εγώ, δηλαδή, το ένιωσα πολύ αυτό και μου άρεσε. Από την άλλη, προφανώς είναι γυναίκα και παίζεις με αυτό το στοιχείο στην ταινία, που με έναν τρόπο έγινε πολύ σύγχρονο ξαφνικά. Θέλω να πω πως, όταν ήρθε η ιδέα σου, δεν υπήρχε όλη αυτή η κουβέντα για το γυναικείο κίνημα που έχει ξεκινήσει εδώ και ενάμιση χρόνο και, έτσι, η ταινία απέκτησε ένα επιπλέον σημαινόμενο. 
ΝΛ: Νομίζω ότι, με αφορμή την κρίση, βγαίνουν στην επιφάνεια πράγματα, καταστάσεις που τις ξαναβλέπουμε, γιατί υπήρχαν από πάντα: ο φόβος και οι συνθήκες εργασίας, η πατριαρχία. Απλώς, με την κρίση υπάρχει μια πίεση που προκαλεί εκρήξεις και βλέπουμε να ξαναβγαίνουν αυτά τα φαινόμενα. 

ΕΨ: Νομίζω πως είναι σωστό αυτό που λες, γιατί με την ευμάρεια όλοι ήμασταν κάπως βολεμένοι, κάπως δεν πολυασχολούμασταν με τους άλλους ή με αυτόν που νομίζαμε πως θα μας δημιουργούσε πρόβλημα, ενώ, όταν η ευμάρεια καταρρέει, αρχίζουμε και ψαχνόμαστε και εκεί βγαίνει ο πραγματικός μας εαυτός και οι πραγματικές μας ιδεολογίες και αντιλήψεις. Ενώ η ευμάρεια κάπως τα καλύπτει όλα αυτά, κουκουλώνει τον φασιστάκο που έχουμε μέσα μας. 
ΝΛ: Μπράβο. Αναγκαζόμαστε να πάρουμε θέση. Ζώντας στην ευμάρεια, ο καθένας ασχολείται με το σπίτι του, την ηρεμία του, την ασφάλειά του. Μας έχουν μάθει έτσι, δηλαδή, έτσι λειτουργεί το σύστημα. Επίσης, ασχολούμαστε με πλαστές και όχι με τις πραγματικές μας ανάγκες. 

ΕΨ: Και όταν αυτό καταρρέει, βγαίνει η πραγματική προκατάληψη, η πραγματική συντήρηση. Και, προφανώς, το ότι η κρίση έχει φέρει όλα αυτά τα συντηρητικά καθεστώτα στην Ευρώπη δεν είναι άσχετο. 
ΝΛ: Ακριβώς. 

ΕΨ: Έχουν βρει έδαφος όλοι αυτοί οι τύποι να πατήσουν στον φόβο που λέγαμε πριν. 
ΝΛ: Ακριβώς. Κάτι που ανακάλυψα μέσα στην έρευνα, σε σχέση με τις γυναίκες που δουλεύουν, που έχει σημασία, είναι πως οι γυναίκες αμοίβονται περίπου 15% λιγότερο από όσο πληρώνονται οι άντρες, ότι οι υψηλές θέσεις δύσκολα καταλαμβάνονται από γυναίκες... Με αφορμή το κίνημα «MeToo», βλέπουμε κάπως να υπάρχουν όλο και πιο πολλές θέσεις, να προωθούνται οι γυναίκες. Ελπίζω όλο αυτό να μην είναι συγκυριακό... Αλλά νομίζω πως είναι μια ευκαιρία για όλους μας να δούμε τι μπορούμε να αλλάξουμε στις δομές αυτής της κοινωνίας. 

ΕΨ: Και ήταν επίσης τρομερά επίκαιρη αυτή η ιστορία με την καθαρίστρια που την κατηγόρησαν ότι είχε πλαστογραφήσει το απολυτήριο του Δημοτικού. 
ΝΛ: Και την έβαλαν φυλακή... Μια ιστορία που δεν θα την πιστεύαμε αν τη βλέπαμε σε ταινία, θα λέγαμε «δεν γίνονται αυτά τα πράγματα». Η οποία τι έκανε; Πλαστογράφησε ότι έχει τελειώσει μία τάξη παραπάνω για να δουλέψει η γυναίκα και να μεγαλώσει τα παιδιά της. Και της ζητούσαν πίσω τα λεφτά. 

ΕΨ: Μπορείς να τη δεις σαν μια παράλληλη ιστορία με αυτή της Παναγιώτας και μοιάζει σαν το κράτος να την τιμωρεί, ενώ, με έναν τρόπο, είναι το ίδιο υπεύθυνο για το ότι αυτή η γυναίκα δεν κατάφερε να τελειώσει το Δημοτικό. Είναι ένας τρομερός φαύλος κύκλος αυτός, του ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα. Ας μιλήσουμε, όμως, λίγο για τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, η οποία υποδύεται την Παναγιώτα και παίρνει όλη την ταινία πάνω της. Εντάξει, είναι και το σενάριο γραμμένο έτσι ώστε να είναι όλο πάνω στον ρόλο της Παναγιώτας, αλλά πιστεύω πως η Μαρίσσα δίνει και προσθέτει πολύ σε αυτό, γιατί σε κάνει να νιώθεις αυτόν τον φόβο που λέγαμε πριν -το νιώθεις στην ανάσα της, στο πρόσωπό της, στις εκφράσεις της, στις σιωπές της- και θεωρώ ότι είναι μεγάλο συν στην ταινία.
ΝΛ: Είμαι πολύ χαρούμενος που είχα τη Μαρίσσα. Ήδη από τα δοκιμαστικά ήξερα ότι θα είναι αυτή, παρόλο που δοκίμασα και άλλες πολύ καλές ηθοποιούς. Ήθελα να κάνω ένα σκανάρισμα αυτής της γυναίκας και να αποτυπωθεί ένας αληθινός άνθρωπος που να τον αναγνωρίζουμε δίπλα μας και να τον νιώθουμε, να μπούμε στον εσωτερικό του κόσμο ώστε να νιώσουμε τον φόβο αυτής της γυναίκας, το τι ζει μέσα στην οικογένειά της και την εργασία της. Οπότε δουλέψαμε πολύ στο background, και της ηρωίδας αλλά και της ίδιας της Μαρίσσας, τα βάλαμε κάτω για να βρούμε κοινά πράγματα. Κάναμε ένα σκανάρισμα από την παιδική της ηλικία μέχρι σήμερα, αλλά δουλέψαμε και σωματικά, να δούμε πώς κινείται, πώς μεταμορφώνεται το πρόσωπό της... με λεπτομέρεια, έχοντας πάντα στο μυαλό μας να μη φτάσουμε ποτέ στο σημείο να φανεί σαν καρικατούρα ή σαν κάτι βεβιασμένο, περάσαμε διάφορα στάδια. 

ΕΨ: Νομίζω πως το πετύχατε αυτό. Και ειδικά αυτό που λες για τη σωματική δουλειά που κάνατε πιστεύω πως φαίνεται στην ταινία, γιατί νιώθεις τον σωματότυπο της Μαρίσσας, τον τρόπο που έχει τους ώμους της, τις πλάτες της, το στήσιμό της, πως είναι ο σωματότυπoς ενός ανθρώπου που είναι υπό - που είναι από κάτω, ενός φοβισμένου ανθρώπου, που είναι έτοιμος να υποταχθεί. Έχει μια δουλικότητα που είναι πολύ φανερή και που δίνει πολύ στην ταινία, γιατί σε πείθει ότι υπάρχει αυτός ο άνθρωπος, τον έχεις δει.
ΝΛ: Συζητούσαμε με τη Μαρίσσα για αυτήν τη γυναίκα, τι είναι αυτό που τη φοβίζει τόσο πολύ, τι είναι αυτό που την επηρεάζει και τι είναι τελικά αυτό που δεν καταλαβαίνει και που αλλάζει κατά τη διάρκεια της ταινίας. Και θέλαμε να φαίνεται ότι αυτή η γυναίκα ανακαλύπτει τώρα, αυτήν τη στιγμή, τα νέα που της έρχονται, που της συμβαίνουν. Και μαζί με αυτήν, ταυτόχρονα, να τα ανακαλύπτει και ο θεατής, ώστε να νιώσει το ίδιο συναίσθημα με αυτήν... Η Μαρίσσα είναι μια γυναίκα πολύ όμορφη και έχει μεταμορφωθεί πλήρως. 

ΕΨ: Έχει τσαλακωθεί. 
ΝΛ: Ναι. Πήρε 12 κιλά για να κάνει τον ρόλο αυτόν... 

ΕΨ: Πολύ γενναίο εκ μέρους της, γιατί ξέρουμε πως οι Έλληνες ηθοποιοί, επειδή ποτέ δεν αμείβονται όπως θα έπρεπε, είναι πολύ δύσκολο να κάνουν μια τέτοια θυσία, γιατί πρέπει και αυτοί να κάνουν πολλές δουλειές ταυτόχρονα και, επομένως, πώς να το κάνεις αυτό; Είναι πολύ ωραίο αυτό που έκανε. 
ΝΛ: Δόθηκε πλήρως. 

ΕΨ: Φαίνεται αυτό και μπράβο και σε σένα και σε αυτήν! Επίσης, μου άρεσε πάρα πολύ η σχέση με την κόρη. Μου άρεσε όλο αυτό το υπόγειο και περίεργο χιούμορ που υπήρχε στον ρόλο της κόρης και θεωρώ ότι έδωσε πάρα πολύ στην ταινία, διότι, ενώ είναι μια σκοτεινή, μια μαύρη ταινία, έχει και αυτήν τη χιουμοριστική νότα, η οποία δίνει μια πάρα πολύ ωραία ισορροπία... γιατί έτσι είναι η ζωή. Μέσα σε αυτήν τη μαυρίλα υπάρχει και μια αισιόδοξη πλευρά.
ΝΛ: Ο ρόλος της κόρης γράφτηκε σχεδόν αβίαστα, έχοντας ως παράδειγμα διάφορα παιδιά που συνάντησα στην πορεία αυτή, με αντιδράσεις απρόσμενες και ξαφνικές, που, ενώ είναι λογικές, μπορούν να προκαλέσουν γέλιο στον ενήλικα, με τον τρόπο που μπορεί να το πει ένα θυμωμένο και δυναμικό κορίτσι, όπως είναι η Γεωργία. Και προσπάθησα να έχει πινελιές χιουμοριστικές τέτοιες, όχι για να γελάσουμε, αλλά γιατί έτσι είναι η ζωή, με το κωμικό και το τραγικό μαζί. Ήμουν πολύ τυχερός που είχα τη Δανάη Πριμάλη για να κάνει τον ρόλο αυτόν. Είναι ένα παιδί πολύ δοτικό, δούλεψε πάρα πολύ και βοήθησε πολύ και με τον μικρό της αδελφό, τον Ορφέα Αγγελόπουλο. Είναι ένα κορίτσι που μοιάζει πολύ με τον χαρακτήρα της Γεωργίας, ένα κορίτσι εύσωμο, τσαούσο, δυναμικό, που τσακώνεται στο σπίτι και το σχολείο... Έχω την αίσθηση ότι η ίδια το διάβασε κάπως σαν ψυχοθεραπεία για τον εαυτό της και θυμάμαι πως κατά τη διάρκεια των προβών άρχισε να μεταμορφώνεται. Στο σχολείο άρχισε να διαβάζει περισσότερο, να βοηθάει τους συμμαθητές της κ.λπ. 

ΕΨ: Την έβαλε σε σκέψεις, δηλαδή, όλο αυτό. 
ΝΛ: Ναι, και νομίζω ότι της άνοιξε ορίζοντες αυτή η ιστορία. 

ΕΨ: Θες να μας πεις για την πρεμιέρα στο Τορόντο, πώς πήγε; 
ΝΛ: Είναι ένα μεγάλο φεστιβάλ και ήταν μεγάλη τιμή για εμένα και όλους τους συνεργάτες που η ταινία πήγε στο Τορόντο. Ο διευθυντής του φεστιβάλ λάτρεψε την ταινία και ήταν πολύ συγκινητικό όταν μας υποδέχθηκε. Οι προβολές ήταν σολντ-άουτ και οι ερωτήσεις του κοινού αρκετά συγκινητικές. Κάποιοι άκουγαν από τις ειδήσεις τι συμβαίνει στην Ελλάδα, οπότε είχαν μεγάλη περιέργεια να μάθουν τι γίνεται και πώς εγώ και η Μαρίσσα σχολιάζουμε την κρίση και όλο αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα... Κάποιος από το κοινό, μάλιστα, σχολίασε ότι ίσως η κρίση βοήθησε με έναν τρόπο αυτήν τη γυναίκα... Αλλά αυτή είναι μια επικίνδυνη κουβέντα... Αυτή η γυναίκα αναγκάστηκε να βγει από το σπίτι της για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που βίωνε η οικογένειά της. Αυτό, όμως, μπορεί και να ακούγεται ως ότι μας κάνει καλό η κρίση. Όχι, δεν μας κάνει καθόλου καλό η κρίση, απλώς, όταν τα πράγματα πιέζονται, ο άνθρωπος αναγκάζεται να κινήσει κάτι. 

ΕΨ: Αυτό είναι όντως ένα περίεργο σημείο, που και εγώ το έχω νιώσει με τις δικές μου ταινίες, σε σχέση με εμάς, τους σκηνοθέτες, που κάνουμε ταινίες μέσα στην κρίση. Κάποιοι το βλέπουν ως ότι η κρίση φέρνει ευκαιρίες και δημιουργείται ξαφνικά ένα άλλοθι της κρίσης, το οποίο είναι πολύ άσχημο να συμβαίνει και να λέγεται. 
ΝΛ: Είναι σαν να την επικυρώνουμε, σαν να λέμε «τι ωραία που έχουμε κρίση». 

ΕΨ: Σαν να τη νομιμοποιούμε. Σίγουρα, πάντως, σε σχέση με το σινεμά, εγώ συνηθίζω να λέω πως στην Ελλάδα ήταν σε κρίση πριν από την κρίση, επομένως έχουμε μάθει να κάνουμε με αυτόν τον τρόπο ταινίες, ούτως ή άλλως. Ήθελα να σε ρωτήσω αν ένιωσες πως υπάρχει και αυτή η οπτική των ξένων, να βλέπουν τις ταινίες μας με μια εξωτική διάθεση, κάτι το οποίο ενέχει λίγο και ένα «poverty porn» στοιχείο: σαν να προσπαθούν κάποιοι να δουν μέσα από την κλειδαρότρυπα. Το ένιωσες αυτό;
ΝΛ: Όχι, δεν το ένιωσα. Και νομίζω για δύο λόγους. Ο ένας ήταν λόγω της σύνθεσης του κόσμου των φεστιβάλ που βλέπει τέτοιο σινεμά, ο οποίος είναι καλλιεργημένος, ταξιδεύει κ.λπ., και ο δεύτερος ήταν γιατί ένας άλλος κόσμος που είδε την ταινία είναι άνθρωποι της μικρομεσαίας τάξης που ταυτίστηκαν, οπότε είχε πολύ ζουμί η κουβέντα και δεν το είδαν καθόλου αφ’ υψηλού. 

ΕΨ: Αλλά ένιωσες αυτό, πως σίγουρα πάντα η συζήτηση πάει στην κρίση. 
ΝΛ: Ναι, παρόλο που το κυρίαρχο στοιχείο της ταινίας είναι η πατριαρχική κοινωνία, ο ρόλος της γυναίκας, η χειραφέτησή της και όχι τόσο η κρίση, που μένει στο background. 

ΕΨ: Να πούμε λίγο και για το ελληνικό σινεμά; Αυτό που πάντα λέω είναι πως άρχισα να ασχολούμαι με το σινεμά όταν δεν υπήρχε κρίση, αλλά ήταν ακριβώς το ίδιο: π.χ., το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου ήταν κλειστό, δεν δεχόταν αιτήσεις, δηλαδή πανομοιότυπες καταστάσεις... Επομένως, δεν περιμέναμε την κρίση εμείς, οι κινηματογραφιστές. 
ΝΛ: Ναι, ήμασταν πάντα σε κρίση. Εμένα με εξοργίζει λίγο η κατάσταση. Βλέπουμε πολύ καλές ταινίες από συναδέλφους, άντρες και γυναίκες, που πάνε καλά στο εξωτερικό και βλέπουμε με το ζόρι να κάνει κάποιες κινήσεις η Πολιτεία, αν κάνει. Κάθε φορά πιέζουμε και τους τα δίνουμε έτοιμα. Δηλαδή, υπάρχει η ΕΣΠΕΚ, υπάρχουν συνάδελφοι που προσπαθούν να δώσουν μια κατεύθυνση ώστε να γίνει μια υγιής κίνηση της Πολιτείας, που δεν θα έχει καμία ζημία, δεν θα δώσει κάποια λεφτά παραπάνω, απλώς θα οργανώσει καλύτερα αυτό που πρέπει να κάνει έτσι κι αλλιώς. 

ΕΨ: Και, ίσα-ίσα, στο τέλος θα πάρουν και περισσότερα λεφτά. Αν και δυσκολεύονται να το καταλάβουν... Ενα κομμάτι το οποίο θέλει ενίσχυση σίγουρα από τη μεριά της Πολιτείας, και κίνητρα, και βοήθεια, και σκέψη, και φαντασία και καύλα, είναι η διανομή της ελληνικής ταινίας. Γιατί έχουμε αυτή την πιπίλα ότι ο Έλληνας δεν βλέπει ελληνική ταινία, όμως μιλώντας και με ένα Ρουμάνο θα σου πει ότι οι Ρουμάνοι δεν βλέπουν ρουμανικές ταινίες, και με έναν Βούλγαρο ότι οι Βούλγαροι δεν βλέπουν βουλγαρικές ταινίες, επομένως είναι ένα φαινόμενο που δεν είναι αναγκαστικά ελληνικό.      
ΝΛ: Ακόμα και στη Γαλλία συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό...

ΕΨ: Συμφωνώ. Πέρα από τις μεγάλες μπλοκμπαστεριές, ό,τι δεν είναι κωμωδία κ.λπ. δεν το βλέπουν οι Γάλλοι. Επομένως, είναι κάτι το οποίο δεν αντιμετωπίζει μόνο η Ελλάδα και ας βγούμε λίγο από αυτό το κλισέ, ότι φταίνε οι Έλληνες κινηματογραφιστές για τις ταινίες που κάνουν. Δεν φταίει αυτό, κατά τη γνώμη μου. Νομίζω ότι είναι θέμα πολύ πιο βαθύ και έχει να κάνει με την παιδεία. Όχι μόνο με την κινηματογραφική παιδεία, αλλά με την παιδεία γενικότερα και με το πώς εφοδιάζεις τους πολίτες σου να σκεφτούν. 
ΝΛ: Αυτό ξεκινάει από την παιδική ηλικία, προφανώς. Δηλαδή, θα μπορούσαν στα σχολεία να υπάρχουν εναύσματα για τα παιδιά, ώστε να ασχολούνται με τις τέχνες, τη μουσική, το θέατρο, τον κινηματογράφο κ.λπ. Θα μπορούσαν να αποκτούν μια  καλλιέργεια γενικότερα ως άνθρωποι, να έχουν εφόδια, να πλουτίζουν και να ανοίγουν τα μυαλά, χωρίς να επηρεάζεται η σπουδαστική ύλη. Αλλά, δυστυχώς, το σύστημα και ο τρόπος εκμάθησης που υπάρχει, η αποστήθιση, που είχαμε και υπάρχει ακόμα, είναι ευνουχιστικά για ένα παιδί - δεν θέλει να πάει καν στο σχολείο, δεν θέλει να ανοίξει ένα βιβλίο. 

ΕΨ: Και συνδέει μετά το βιβλίο με τα μαθητικά βιβλία, επομένως γίνεται όλο αυτό το λάθος. 
ΝΛ: Από εκεί και μετά είναι πολύπλοκο και νομίζω ότι είναι πολλοί οι παράγοντες που ο Έλληνας δεν πάει να δει ελληνική ταινία. Ένας από αυτούς ήταν και η ιδιωτική τηλεόραση που ήρθε τη δεκαετία του ’90 και ο κόσμος είχε στραφεί μαζικά προς τα εκεί και είχε μπει σε ένα lifestyle άλλο, ξένο, κίτρινο. Κάπως έτσι είχε αναγάγει όλο το ελληνικό σινεμά, πολύ εύκολα, στη σφαίρα της «κουλτούρας». 

ΕΨ: Ναι, αυτή η κατηγοριοποίηση, που είναι όμως εντελώς πρόχειρη. 
ΝΛ: Ήταν μια γενίκευση που, σε κάποιον μικρό βαθμό, μπορεί και να είχε ένα δίκιο, όμως ο τρόπος που γινόταν ήταν... 

ΕΨ: Εγώ θα τολμήσω να πω πως είναι φασιστικό όλο αυτό. Δηλαδή, αυτό το «κουλτουριάρης», ας πούμε, το βρίσκω μια τρομερά φασιστική έκφραση. Γιατί ο τρόπος που το χρησιμοποιούν αυτοί που το χρησιμοποιούν είναι τέτοιος: πολύ συντηρητικός και επικίνδυνος. Επομένως, νομίζω πως αυτό είναι κάτι που και πάλι, αν δεν το λύσει η Πολιτεία, ό,τι και να κάνουμε εμείς και όσο να χτυπιόμαστε...
ΝΛ: Για να στραφεί το ενδιαφέρον του θεατή στο να πάει να δει ελληνική ταινία, μια καλή ελληνική ταινία, όπως μια καλή ξένη ταινία, πρέπει να γίνει μια εκπαίδευση του θεατή με διάφορους τρόπους...

ΕΨ: Και πρέπει όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με τη διανομή να καταλάβουν ότι πλέον έχει αλλάξει το παιχνίδι, να το πάρουν απόφαση, να στραφούν προς τις πλατφόρμες, να υπάρξει η ελληνική ταινία νόμιμα διαθέσιμη στο Διαδίκτυο. Να μπορεί, δηλαδή, κάποιος που θέλει να ανακαλύψει τον ελληνικό κινηματογράφο και ζει, π.χ., στο Λονδίνο ή στη Φλώρινα ή και στην Αθήνα, αλλά δεν του είναι πολύ εύκολο να πάει στο σινεμά, να μπορεί να έχει πρόσβαση και να μην έχει άποψη επειδή «κάποιος του είπε». 
ΝΛ: Μιλάς για VOD πλατφόρμα... 

ΕΨ: Ακριβώς, μιλάμε για ψηφιακές πλατφόρμες, εννοείται παράλληλα με την αίθουσα, την οποία προφανώς υποστηρίζουμε και αγαπάμε. Αλλά παράλληλα με την αίθουσα πρέπει να υπάρχει και κάτι για μια δεύτερη ευκαιρία... 
ΝΛ: Για αυτούς που δεν μπορούν ή γιατί, π.χ., στην επαρχία υπάρχουν κινηματογράφοι που παίζουν μόνο μπλοκμπαστεριές (όπου υπάρχουν, βέβαια).

ΕΨ: Ναι, και για μια δεύτερη φάση, για μια δεύτερη ζωή. Εμένα με ρωτούν τώρα, σε λίγο θα ρωτούν και εσένα: «Πού μπορώ να δω την ταινία σου;». Πουθενά! Επομένως, δεν ντρέπομαι να πω ότι στέλνω το Vimeo link και τη βλέπουν. Τι να κάνω; Αφού δεν υπάρχει κάπου η ταινία μου να τη δουν... Να σε ρωτήσω τώρα και για τον αντρικό χαρακτήρα, που υποδύεται ο Δημήτρης Ήμελλος. Αυτό που εμένα μου φάνηκε ενδιαφέρον στον χαρακτήρα του είναι πως συνομιλεί πάρα πολύ με το κλισέ, αλλά, εκεί που πάει να γίνει τόσο κλισέ ώστε να πεις «ε, όχι, δεν το θέλω», το σώζει. Και αυτή η πολύ λεπτή ισορροπία μού φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα στην ταινία. 

ΝΛ: Ήταν δύσκολος αυτός ο χαρακτήρας, από τη γραφή του. Η ιστορία είναι όλη πάνω στην Παναγιώτα. Η Παναγιώτα, όμως, επηρεάζεται από τον άνδρα της, από τη φίλη της, που γνωρίζει στη δουλειά, από την κόρη της, από εξωγενείς παράγοντες... Βλέπουμε πώς αυτή η γυναίκα «χτυπιέται» και αλλάζει σταδιακά... Έπρεπε, λοιπόν, ο χαρακτήρας του άντρα της, ο Κώστας, να είναι ένας άνθρωπος που αναγνωρίζουμε επίσης, να έχει κάποια κλισέ, δηλαδή. Ο φόβος μου ήταν ακριβώς αυτό που είπες: να μη βλέπουμε μια κλισεδούρα και να λέμε «ωχ, τώρα θα δούμε ένα μελόδραμα» ή έναν χαρακτήρα-καρικατούρα που δεν τον πιστεύουμε. Ο Δημήτρης Ήμελλος, όμως, είναι ένας εξαιρετικός ηθοποιός. Ήταν πολύ δοτικός, κατάλαβε πολύ καλά τον χαρακτήρα του Κώστα και το ύφος της ταινίας. Δουλέψαμε πολύ για να φτιάξουμε αυτήν την οικογένεια... Χρησιμοποιήσαμε παύσεις, αυτοσχεδιασμούς... Θυμάμαι, π.χ., άρχιζε η λήψη και οι διάλογοι ξεκινούσαν χωρίς να είναι στο σενάριο... 

ΕΨ: Πριν από τη σκηνή του σεναρίου. 
ΝΛ: Ναι, πριν από τη σκηνή. Μια κατάσταση αυθόρμητη που ξεκινούσε εκείνη την ώρα, λίγο αυτοσχεδιαστικά, και κάποια στιγμή πατάγαμε το Rec στην κάμερα. Και υπήρχε όντως μια dosage που έπρεπε να γίνει στο μοντάζ με έναν λεπτεπίλεπτο τρόπο στο πώς θα δείξουμε τον χαρακτήρα του Κώστα (του Ήμελλου) και πώς τον χαρακτήρα της Παναγιώτας (της Μαρίσσας), ώστε να υπάρχει μια ισορροπία, για να μην πέσουμε τόσο πολύ στα κλισέ, αλλά και για να φαίνεται την ίδια στιγμή μια κιτς πραγματικότητα που υπάρχει γύρω μας. 

ΕΨ: Επίσης, βλέποντας την ταινία, από τα πρώτα πράγματα που σκέφτηκα είναι ότι έχει γίνει λεπτοδουλειά στο μοντάζ. Για εμένα είναι μια ταινία που το βλέπεις -δεν το νιώθεις με όλες τις ταινίες αυτό, ούτε το καταλαβαίνεις με όλες τις ταινίες, αν έχει γίνει και πόση δουλειά στο μοντάζ- ότι έχει έναν πολύ ωραίο ρυθμό. Είναι Γαλλίδα η μοντέζ σου... 
ΝΛ: Είναι Γαλλίδα, είναι η Dounia Sichov. Πέρα από μοντέζ, είναι και ηθοποιός, και αυτό βοήθησε πολύ στο πώς να διαβάζει κάποιες ερμηνείες και να μου λέει τη γνώμη της κάποιες φορές που εγώ είχα δίλημμα. Και δουλέψαμε πολύ στη «στιγμή»... Ήθελα αυτό που βλέπουμε τώρα να υπάρχει, να είναι αληθινό. Για να δείξουμε το moment αυτής της γυναίκας, δουλέψαμε αρκετές φορές με την «άρση»: δηλαδή, την ώρα που πάει να γίνει κάτι, υπήρχε ένα cut για να πάμε στο επόμενο επεισόδιο. Και αυτό μας έβαζε μέσα, κάπως, στην αναμονή της Παναγιώτας, σε αυτό που περιμένει. 

ΕΨ: Στο να ακολουθήσει τον χαρακτήρα της. Είναι πολύ έκδηλο αυτό. Ωραία, για να τελειώσουμε, εγώ να σου πω ότι νιώθω πως η ταινία σου είναι μια βαθιά πολιτική ταινία.  
ΝΛ: Ναι, είναι. 

ΕΨ: Συμφωνείς έτσι; Ήταν, φαντάζομαι, εξαρχής στο μυαλό σου να κάνεις μια πολιτική ταινία, στην παράδοση -ας το πούμε έτσι- τύπου Κεν Λόουτς; 
ΝΛ: Όχι, δεν ήταν, με την έννοια ότι δεν είχα στον νου μου μια στρατευμένη πολιτική ταινία που θα φωνάζει. 

ΕΨ: Δεν φωνάζει, σε καμιά περίπτωση δεν θέλω να πω αυτό, αλλά είναι πολιτική στην ουσία της.
ΝΛ: Ήθελα να είναι μια ανθρώπινη ιστορία που να επικοινωνεί κινηματογραφικά ένα συναίσθημα και αυτή ήταν η πρόκληση για μένα, να καταφέρω, εγώ ως θεατής, να νιώσω ότι αυτό που βλέπω εδώ μπροστά μου υπάρχει - και αυτό από μόνο του το κάνει πολιτικό. Το υπόλοιπο, που είναι το background, οι συνθήκες όπου ζουν αυτοί οι άνθρωποι κ.λπ., ναι, είναι μια πραγματικότητα που ζούμε σήμερα, αλλά δεν ήθελα να τη φέρω μπροστά. Κατα κύριο λόγο, με ενδιέφερε ο συναισθηματικός κόσμος αυτής της γυναίκας.

ΕΨ: Για αυτό και είπα ότι πρόκειται για μια πολιτική ταινία στην ουσία της. Γιατί, τελικά, τι είναι πολιτική ταινία; 
ΝΛ: Ακριβώς. Αλλά ως αναφορά ο Κεν Λόουτς δεν ήταν. Έδωσα ταινίες σε κάποιους ηθοποιούς, έδωσα να δουν Φαραντί, Νταρντέν κ.ά., αλλά πάντα είχα στο μυαλό μου και τους έλεγα ότι δεν θα κάνουμε το ίδιο πράγμα. Είναι ένας άλλος ρεαλισμός.